- εγκάμπτω
- ἐγκάμπτω (Α)λυγίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγκάμψει — ἐγκάμπτω bend in aor subj act 3rd sg (epic) ἐγκάμπτω bend in fut ind mid 2nd sg ἐγκάμπτω bend in fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάμπτομεν — ἐγκάμπτω bend in pres ind act 1st pl ἐγκάμπτω bend in imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάμπτειν — ἐγκάμπτω bend in pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάμπτοντες — ἐγκάμπτω bend in pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκάμπτων — ἐγκάμπτω bend in pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνεκέκαμπτο — ἐγκάμπτω bend in plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'νέκαμψ' — ἀνέκαμψα , ἀνακάμπτω bend convexly aor ind act 1st sg ἀνέκαμψε , ἀνακάμπτω bend convexly aor ind act 3rd sg ἐνέκαμψα , ἐγκάμπτω bend in aor ind act 1st sg ἐνέκαμψε , ἐγκάμπτω bend in aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεγκαμπτόντων — παρά ἐγκάμπτω bend in pres part act masc/neut gen pl παρά ἐγκάμπτω bend in pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek
παρεγκάμπτω — Α κάμπτομαι προς τα πλάγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγκάμπτω «κάμπτω προς τα μέσα»] … Dictionary of Greek